- αδιαμέλιστος
- -η, -οακομμάτιαστος: Το κατσικάκι, ψημένο αλλά αδιαμέλιστο, είχε τοποθετηθεί στη μέση του τραπεζιού.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αδιαμέλιστος — η, ο [διαμελίζω] αυτός που δεν διαμελίστηκε, που δεν κόπηκε σε κομμάτια, ο ακομμάτιαστος … Dictionary of Greek
αδιαμέριστος — η, ο (Μ ἀδιαμέριστος, ον) [διαμερίζω] αυτός που δεν διαμερίστηκε, αδιαμέλιστος, αμοίραστος, αδιαίρετος … Dictionary of Greek